- εγκαιρότητα
- ητο γνώρισμα ή η ιδιότητα τού έγκαιρου («εγκαιρότητα επεμβάσεως»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικαιρότητα — η η ιδιότητα τού επίκαιρου*, η εγκαιρότητα από άποψη χρόνου ή η καταλληλότητα από άποψη τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαιρος. Η λ. στον λόγιο τ. επικαιρότης μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Πρωτεύουσα] … Dictionary of Greek